κατειλημμένος
(katili'menos) αρσενικό
κατειλημμένη
(katili'meni) θηλυκό
κατειλημμένο
preoccupiedЗаетمشغول忙しいoccupézajętyoccupatoocupadoVarattuUpptagenocupadoTravl (katili'meno) ουδέτερο
επίθετο 1. πιασμένος occupé/-ée Η θέση είναι κατειλημμένη. La place est occupée.
2. απασχολημένος occupé Η γραμμή του τηλεφώνου είναι κατειλημμένη. La ligne téléphonique est occupée.