κατειλημμένος
Αναζητήσεις σχετικές με κατειλημμένος: καταβεβλημένος
Μεταφράσεις
κατειλημμένος
(katili'menos) αρσενικόκατειλημμένη
(katili'meni) θηλυκόκατειλημμένο
preoccupiedocupadooccupatooccupéocupadoمشغولzajętyЗаетTravlVarattu忙しいUpptagen (katili'meno) ουδέτεροεπίθετο
1. πιασμένος Η θέση είναι κατειλημμένη.
2. απασχολημένος Η γραμμή του τηλεφώνου είναι κατειλημμένη.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.