κατεπείγων
(προωθήθηκε από κατεπείγον)Μεταφράσεις
κατεπείγων
(kate'piɣon) αρσενικόκατεπείγουσα
(kate'piɣusa) θηλυκόκατεπείγον
(kate'piɣon) ουδέτεροεπίθετο
εξαιρετικά βιαστικός κατεπείγον γράμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.