Κατιφές - ορισμός του κατιφές από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b9%cf%86%ce%ad%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.601.372.522
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κατιφές
Μεταφράσεις
κατιφές
آذَرِيُون
κατιφές
měsíček
κατιφές
morgenfrue
κατιφές
Ringelblume
κατιφές
marigold
κατιφές
caléndula
κατιφές
kehäkukka
κατιφές
souci
κατιφές
neven
κατιφές
calendula
κατιφές
マリーゴールド
κατιφές
금잔화
κατιφές
goudsbloem
κατιφές
ringblomst
κατιφές
nagietek
κατιφές
calêndula
,
maravilhas
κατιφές
бархатцы
κατιφές
ringblomma
κατιφές
ต้นไม้ประเภทดาวเรือง
κατιφές
kadife çiçeği
κατιφές
cúc vạn thọ
κατιφές
万寿菊
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κατηγόρημα
κατηγορηματική
κατηγορηματικό
κατηγορηματικός
κατηγορητικός
κατηγορία
κατηγοριοποίηση
κατηγοριοποιώ
κατήγορος
κατηγορούμενη
κατηγορούμενο
κατηγορούμενος
κατηγορώ
κατήφεια
κατηφής
κατηφόρα
κατηφορίζω
κατηφορική
κατηφορικό
κατηφορικός
κατήφορος
κατήχηση
κατηχώ
κάτι
Κάτι με τσίμπησε
Κάτι μπήκε στο μάτι μου
κατιόν
κατιονικός
κατιούσα
κάτισχνος
κατιφές
κατκλυσμός
κατοικημένη
κατοικημένο
κατοικημένος
κατοικήσιμη
κατοικήσιμο
κατοικήσιμος
κατοικία
κατοικία που έχει παραχωρηθεί από το δήμο
κατοικίδια
κατοικίδιο
κατοικίδιος
κάτοικος
κάτοικος της Ζιμπάμπουε
κατοικούμαι
κατοικώ
κατολίσθηση
κατονομάζω
κατονομασία
κατόπι
κατόπιν
κατοπτρικός
κατόρθωμα
κατορθώνω
κατοστάρικο
κατουράω
κατουρώ
κατ'ουσίαν
κατοχή
κάτοχος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close