κατοικήσιμος
(kati'cisimos) αρσενικό
κατοικήσιμη
(kati'cisimi) θηλυκό
κατοικήσιμο
habitablehabitablehabitávelОбитаемаobytnábeboelig (kati'cisimo) ουδέτερο
επίθετο που μπορεί να κατοικηθεί
habitable Δεν είναι κατοικήσιμο αυτό το σπίτι. Cette maison n'est pas habitable. Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.