κατοικίδιος
(προωθήθηκε από κατοικίδια)Μεταφράσεις
κατοικίδιος
(kati'ciðios) αρσενικόκατοικίδια
(kati'ciðia) θηλυκόκατοικίδιο
domestiquedomestic (kati'ciðio) ουδέτεροεπίθετο
(για ζώο) που ζει κοντά σε ανθρώπους κατοικίδιο ζώο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.