Κατοικίδιο - ορισμός του κατοικίδιο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%af%ce%b4%ce%b9%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.602.717.498
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κατοικίδιο
Μεταφράσεις
κατοικίδιο
حَيَوَانٌ ألِيفٌ
κατοικίδιο
domácí mazlíček
κατοικίδιο
kæledyr
κατοικίδιο
Haustier
κατοικίδιο
pet
κατοικίδιο
animal doméstico
,
mascota
κατοικίδιο
lemmikkieläin
κατοικίδιο
animal de compagnie
κατοικίδιο
ljubimac
κατοικίδιο
animale domestico
κατοικίδιο
ペット
κατοικίδιο
애완 동물
κατοικίδιο
huisdier
κατοικίδιο
kjæledyr
κατοικίδιο
zwierzę domowe
κατοικίδιο
animal de estimação
κατοικίδιο
домашнее животное
κατοικίδιο
husdjur
κατοικίδιο
สัตว์เลี้ยง
κατοικίδιο
ev hayvanı
κατοικίδιο
vật nuôi làm cảnh
κατοικίδιο
宠物
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κατηγορούμενος
κατηγορώ
κατήφεια
κατηφής
κατηφόρα
κατηφορίζω
κατηφορική
κατηφορικό
κατηφορικός
κατήφορος
κατήχηση
κατηχώ
κάτι
Κάτι με τσίμπησε
Κάτι μπήκε στο μάτι μου
κατιόν
κατιονικός
κατιούσα
κάτισχνος
κατιφές
κατκλυσμός
κατοικημένη
κατοικημένο
κατοικημένος
κατοικήσιμη
κατοικήσιμο
κατοικήσιμος
κατοικία
κατοικία που έχει παραχωρηθεί από το δήμο
κατοικίδια
κατοικίδιο
κατοικίδιος
κάτοικος
κάτοικος της Ζιμπάμπουε
κατοικούμαι
κατοικώ
κατολίσθηση
κατονομάζω
κατονομασία
κατόπι
κατόπιν
κατοπτρικός
κατόρθωμα
κατορθώνω
κατοστάρικο
κατουράω
κατουρώ
κατ'ουσίαν
κατοχή
κάτοχος
κατοχυρώνω
κατρακυλάω
κατρακυλώ
κατράμι
κατσ
κατσαβίδι
κατσαβιδώνω
κατσάδα
κατσαδιάζω
κατσαρή
κατσαρίδα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close