Κατολίσθηση - ορισμός του κατολίσθηση από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%af%cf%83%ce%b8%ce%b7%cf%83%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.934.962.381
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κατολίσθηση
Μεταφράσεις
κατολίσθηση
landslide
κατολίσθηση
أَكْثَرِيَّةٌ سَاحِقَةٌ
κατολίσθηση
sesuv půdy
κατολίσθηση
stemmeskred
κατολίσθηση
Erdrutsch
κατολίσθηση
desprendimiento de tierras
κατολίσθηση
maanvyörymä
κατολίσθηση
glissement de terrain
κατολίσθηση
velikom većinom
κατολίσθηση
plebiscito
κατολίσθηση
地すべり
κατολίσθηση
산사태
κατολίσθηση
aardverschuiving
κατολίσθηση
jordras
κατολίσθηση
osuwisko
κατολίσθηση
deslizamento de terra
,
deslizamento de terras
κατολίσθηση
обвал
κατολίσθηση
jordskred
κατολίσθηση
ชนะแบบขาดลอย
κατολίσθηση
toprak kayması
κατολίσθηση
sự thắng phiếu lớn
κατολίσθηση
山体滑坡
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κατηφορική
κατηφορικό
κατηφορικός
κατήφορος
κατήχηση
κατηχώ
κάτι
Κάτι με τσίμπησε
Κάτι μπήκε στο μάτι μου
κατιόν
κατιονικός
κατιούσα
κάτισχνος
κατιφές
κατκλυσμός
κατοικημένη
κατοικημένο
κατοικημένος
κατοικήσιμη
κατοικήσιμο
κατοικήσιμος
κατοικία
κατοικία που έχει παραχωρηθεί από το δήμο
κατοικίδια
κατοικίδιο
κατοικίδιος
κάτοικος
κάτοικος της Ζιμπάμπουε
κατοικούμαι
κατοικώ
κατολίσθηση
κατονομάζω
κατονομασία
κατόπι
κατόπιν
κατοπτρικός
κατόρθωμα
κατορθώνω
κατοστάρικο
κατουράω
κατουρώ
κατ'ουσίαν
κατοχή
κάτοχος
κατοχυρώνω
κατρακυλάω
κατρακυλώ
κατράμι
κατσ
κατσαβίδι
κατσαβιδώνω
κατσάδα
κατσαδιάζω
κατσαρή
κατσαρίδα
κατσαρό
κατσαρόλα
κατσαρός
κατσαρώνω
κατσίκα
κατσικάκι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close