Καυτηριάζω - ορισμός του καυτηριάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%85%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b9%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.592.874.420
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καυτηριάζω
Μεταφράσεις
καυτηριάζω
cautériser
καυτηριάζω
cauterize
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κατώτατο
κατώτατος
κατώτερη
κατώτερης ποιότητας
κατώτερο
κατώτερος
κατώτερος δικαστικός
κατωτερότητα
κατώφλι
καυγαδάκι
καυγαδίζω
καυγάς
καύκαλο
Καύκασος
καύλα
καυσαέρια
καυσαέριο
καύση
Καύσιμα
καύσιμο
καύσιμος
καυστήρας
καυστική
καυστικό
καυστικός
καύσωνας
καυτερή
καυτερό
καυτερός
καυτή
καυτηριάζω
καυτό
καυτός
καύχημα
καυχηματίας
καυχησιά
καυχησιάρης
καυχιέμαι
καφάσι
καφέ
καφεÀνη
καφεΐνη
καφενείο
καφές
καφές ντεκαφεϊνέ
καφέσι
καφετέρια
καφετής
καφετί
καφετιά
καφετιέρα
καφωδείο
καχεκτική
καχεκτικό
καχεκτικός
καχύποπτη
καχύποπτο
καχύποπτος
καχυποψία
κάψα
καψαλίζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close