κεντρικός
(προωθήθηκε από κεντρικό)Μεταφράσεις
κεντρικός
(cendri'kos) αρσενικόκεντρική
(cendri'ci) θηλυκόκεντρικό
centralcentralzentralمَرْكَزيّstřednícentralcentralkeskeinencentralancentrale中央の중심의centraalsentralcentralnycentralцентральныйcentralที่เป็นศูนย์กลางmerkeziở trung tâm中心的 (cendri'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που βρίσκεται στο κέντρο κεντρική συνοικία
2. κύριος κεντρικός ήρωας η κεντρική εξουσία