κλήρος
Μεταφράσεις
κλήρος
allotment, lot, clergy, plot, shareclergéduchowieństwoرجال الدينDuchovenstvoclero神職人員præstercleroдуховенство성직자духовенство神职人员clero聖職者 ('kliros)ουσιαστικό αρσενικό
1. λαχνός Μου έπεσε ο κλήρος.
2. η κλήρωση τραβάω κλήρο
3. θρησκευτικός όρος το σύνολο των προσώπων της εκκλησίας o oρθόδοξος κλήρος