Κλείδωση - ορισμός του κλείδωση από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bb%ce%b5%ce%af%ce%b4%cf%89%cf%83%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.379.592.308
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κλείδωση
Μεταφράσεις
κλείδωση
joint
(
'kliðosi
)
ουσιαστικό
θηλυκό
η άρθρωση
articulation
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κλάση
κλασική
κλασικό
κλασικός
κλάσμα
κλασματικός
κλασματοποιώ
κλασσικός
κλαυθμηρίζω
κλαψιάρα
κλαψιάρης
κλαψίαρης
κλαψιάρικο
κλάψιμο
κλαψουίζω
κλαψουρίζω
κλέβω
κλείδα
κλειδαράς
κλειδαριά
κλειδαρότρυπα
κλειδί
κλειδιά αυτοκινήτου
κλειδοκύμβαλο
Κλειδώθηκα έξω από το δωμάτιο
κλειδωμένη
κλειδωμένο
κλειδωμένος
κλειδώνομαι
κλειδώνω
κλείδωση
κλείνω
κλείνω έξω
κλείνω το μάτι
κλείνω το τηλέφωνο
κλείνω φερμουάρ
κλείσιμο
κλεισμένη
κλεισμένο
κλεισμένος
Κλείστε το από την κεντρική παροχή
κλειστή
κλειστό
κλειστό φορτηγό
κλειστός
κλειστοφοβία
κλειστοφοβικός
κλειτορίδα
Κλειώ
κλεμμένος
κλεπταποδοχή
κλεπταποδόχος
κλεπτοκρατία
κλεπτομανής
κλεπτομανία
κλέφτης
κλεφτός
κλεφτοφάναρο
κλέφτρα
κλεψιά
κλεψύδρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close