κλειδωμένος
(προωθήθηκε από κλειδωμένη)Μεταφράσεις
κλειδωμένος
(kliðo'menos) αρσενικόκλειδωμένη
(kliðo'meni) θηλυκόκλειδωμένο
lockedbloqueadogesperrtbloccatoverrouillézablokowany锁定鎖定låstנעולlåst (kliðo'meno) ουδέτεροεπίθετο
1. κλεισμένος με κλειδί κλειδωμένη πόρτα
2. που έχει κλειδωθεί κάπου μένω κλειδωμένος στην τουαλέτα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.