κλούβιος
(προωθήθηκε από κλούβια)Μεταφράσεις
κλούβιος
('kluvjos) αρσενικόκλούβια
('kluvja) θηλυκόκλούβιο
('kluvjo) ουδέτεροεπίθετο
1. (για αυγά) μπαγιάτικος κλούβιο αυγό
2. ανόητος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.