Κλούβιος - ορισμός του κλούβιος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bb%ce%bf%cf%8d%ce%b2%ce%b9%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.936.838.821
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κλούβιος
Μεταφράσεις
κλούβιος
(
'kluvjos
)
αρσενικό
κλούβια
(
'kluvja
)
θηλυκό
κλούβιο
(
'kluvjo
)
ουδέτερο
επίθετο
1.
(για αυγά) μπαγιάτικος
pourri/-ie
κλούβιο αυγό
un œuf pourri
2.
ανόητος
écervellé/-ée étourdi/-ie
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κλιματική αλλαγή
κλιματικός
κλιματισμός
κλιματιστικό
κλιματολογία
κλιματολογικός
κλινάμαξα
κλινική
κλινικός
κλινοσκεπάσματα
κλινοστρωμνή
κλίνω
κλίση
κλόμπ
κλονίζομαι
κλονίζω
κλονισμός
κλόουν
κλοπή
κλοπή σε κατάστημα
κλοπή ταυτότητας
κλοπιμαία
κλοτσάω
κλοτσιά
κλοτσώ
κλου
κλουβί
κλούβια
κλουβιάζω
κλούβιο
κλούβιος
κλπ
κλυδωνίζομαι
Κλυμενη
κλωνάρι
κλωνοποιώ
κλώνος
κλώσα
κλωσάω
κλώσημα
κλωστή
κλώστης
κλωσώ
Κνέσετ
κνήμη
κνησμώδης
κνίδωση
κνούτο
Κνωσός
κο
κοάζω
κοάλα
κοβάλτιο
κόβομαι
κόβω
κόβω κομματάκια
κόβω σε κομμάτια
κόβω σε φέτες
κόβω σε φιλέτο
κογιότ
κογκρέσο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close