Κοινή γνώμη - ορισμός του κοινή γνώμη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%ce%b9%ce%bd%ce%ae+%ce%b3%ce%bd%cf%8e%ce%bc%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.657.882.544
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κοινή γνώμη
Αναζητήσεις σχετικές με κοινή γνώμη:
λογότυπος
Μεταφράσεις
κοινή γνώμη
الرَّأي العَام
κοινή γνώμη
veřejné mínění
κοινή γνώμη
offentlig mening
κοινή γνώμη
öffentliche Meinung
κοινή γνώμη
public opinion
κοινή γνώμη
opinión pública
κοινή γνώμη
yleinen mielipide
κοινή γνώμη
opinion publique
κοινή γνώμη
javno mnijenje
κοινή γνώμη
opinione pubblica
κοινή γνώμη
世論
κοινή γνώμη
여론
κοινή γνώμη
publieke opinie
κοινή γνώμη
folkeopinion
κοινή γνώμη
opinia publiczna
κοινή γνώμη
opinião pública
κοινή γνώμη
общественное мнение
κοινή γνώμη
allmän opinion
κοινή γνώμη
ความคิดเห็นของสาธารณชน
κοινή γνώμη
kamuoyu
κοινή γνώμη
công luận
κοινή γνώμη
民意
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κόβω κομματάκια
κόβω σε κομμάτια
κόβω σε φέτες
κόβω σε φιλέτο
κογιότ
κογκρέσο
κόγχη
κοζάκικος
κοιλάδα
κοίλη
κοιλιά
κοιλιακή
κοιλιακό
κοιλιακός
κοιλίτσα
κοίλο
κοίλος
κοιλότητα
κοιμάμαι
Κοιμηθήκατε καλά;
κοιμήσης
κοιμητήρι
κοιμητήριο
κοιμίζω
κοιμισμένη
κοιμισμένο
κοιμισμένος
κοιμιστικός
κοιμώμενος
κοινή
κοινή γνώμη
κοινή λογική
κοινό
κοινόβιο
κοινοβουλευτικός
κοινοβούλιο
κοινοποιώ
κοινοπολιτεία
κοινος
κοινός
κοινός λογαριασμός
κοινός νους
κοινότητα
κοινοτικός
κοινότοπη
κοινοτοπία
κοινότοπο
κοινότοπος
κοινοτυπία
κοινότυπος
κοινόχρηστα
κοινόχρηστη
κοινόχρηστο
κοινόχρηστος
Κοϊντίνος
Κόιντος
κοινωνία
κοινωνικά
κοινωνική
κοινωνική ασφάλιση
κοινωνικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close