κοινόχρηστος
(προωθήθηκε από κοινόχρηστη)Μεταφράσεις
κοινόχρηστος
(ci'noxristos) αρσενικόκοινόχρηστη
(ci'noxristi) θηλυκόκοινόχρηστο
(ci'noxristo) ουδέτεροεπίθετο
που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους κοινόχρηστος χώρος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.