κοκκινιστός
(προωθήθηκε από κοκκινιστό)Μεταφράσεις
κοκκινιστός
(kocini'stos) αρσενικόκοκκινιστή
(kocini'sti) θηλυκόκοκκινιστό
(kocini'sto) ουδέτεροεπίθετο
μαγειρεμένος με ντομάτα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.