Κολακευμένος - ορισμός του κολακευμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%ce%bb%ce%b1%ce%ba%ce%b5%cf%85%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.657.847.694
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κολακευμένος
Μεταφράσεις
κολακευμένος
شَاعِرٌ بِالإطْرَاء
κολακευμένος
polichocený
κολακευμένος
smigret
κολακευμένος
geschmeichelt
κολακευμένος
flattered
κολακευμένος
halagado
κολακευμένος
imarreltu
κολακευμένος
flatté
κολακευμένος
polaskan
κολακευμένος
lusingato
κολακευμένος
おだてられた
κολακευμένος
우쭐해진
κολακευμένος
gevleid
κολακευμένος
smigret
κολακευμένος
pochlebia mi
κολακευμένος
lisonjeado
,
lisonjeador
κολακευμένος
польщенный
κολακευμένος
smickrad
κολακευμένος
ที่ได้รับการยกยอ
κολακευμένος
pohpohlanmış
κολακευμένος
được khen nịnh
κολακευμένος
荣幸的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κόκκινο κρέας
κόκκινο φραγκοστάφυλο
κοκκινογούλι
κοκκινολαίμης
κοκκινομάλικο
κοκκινομάλλα
κοκκινομάλλης
κοκκινομάλλικος
κόκκινος
κοκκινοσκέλης
κοκκινοσκουφίτσα
κοκκινοχρώμος
κοκκινωπή
κοκκινωπό
κοκκινωπός
κόκκος
κόκκος καφέ
κόκκυγας
κοκκώδης
κοκοράκι
κόκορας
κοκοφοίνικας
κοκτέιλ
κοκτέϊλ
κόλα
κολάζ
κολάζω
κολάι
κόλακας
κολακεία
κολακευμένος
κολακεύομαι
κολακευτική
κολακευτικό
κολακευτικός
κολακεύω
κολάν
κολαούζος
κολάρο
κόλαση
κολασμένος
κολασμός
κολαστήριο
κολατσιό
κολεγιακό
κολεγιακός
κολέγιο
κόλεϊ
κολεκτιβισμός
κολεκτιβοποιώ
κολεόπτερο
κολεός
κολεόσπασμος
κολησόψαρο
κόλιαντρος
κολίγας
κολιγιά
κολιέ
κολικός
κολιμπρί
κολίτιδα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close