κολλητικός
(προωθήθηκε από κολλητικό)Μεταφράσεις
κολλητικός
(koliti'kos) αρσενικόκολλητική
(koliti'ci) θηλυκόκολλητικό
adhesive, contagious, infectious, sticky (koliti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που μεταδίδεται κολλητική αρρώστια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.