κοντεύω
Μεταφράσεις
κοντεύω
(ko'ndevo)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. είμαι κοντά στο τέλος ή στον προορισμό μου κοντεύω να τελειώσω Κοντεύουμε στη θάλασσα.
2. λίγο πριν από κτ Κοντεύει καλοκαίρι.
3. παραλίγο Κόντεψε να με πνίξει.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.