Κοπάζω - ορισμός του κοπάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.945.414.412
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κοπάζω
Μεταφράσεις
κοπάζω
abate
(
ko'pazo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
καταλαγιάζω
s'apaiser se calmer
Ο αέρας κοπάζει.
Le vent s'apaise.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κονταρομαχία
κονταρομαχώ
κονταροχτυπιέμαι
κοντέηνερ
κοντέινερ
κόντεμα
κοντέρ
κοντέσα
κοντεύω
κοντή
κοντινή
κοντινό
κοντινός
κοντό
κοντό κούρεμα
κοντομάνικη
κοντομάνικο
κοντομάνικο μπλουζάκι
κοντομάνικο ρούχο
κοντομάνικος
κοντός
κοντοστέκομαι
κοντόχοντρος
κοντοχωριανός
κόντρα
κόντρα φιλέτο
κοντραμπάσο
κοντραπλακέ
κοντσέρτο
κοπάδι
κοπάζω
κοπάνα
κοπανατζής
κοπανάω
κοπανίζω
κόπανος
Κοπεγχάγη
κοπέλα
κοπή
κόπηκα
Κόπηκε
Κόπηκε η γραμμή
κοπηλ
κοπηλατώ
κόπια
κοπιάζω
κοπιαστικός
κοπίδι
κοπιράιτ
κόπιτσα
κόπλο
κόπος
κόπρανα
κοπριά
κοπρόσκυλος
κοπροφαγία
κοπρόχωμα
κοπτήρας
κοπτικός
κόπωση
κόρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close