Κοπριά - ορισμός του κοπριά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.602.702.427
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κοπριά
Μεταφράσεις
κοπριά
dung
,
manure
,
muck
κοπριά
سَمَادٌ
κοπριά
hnůj
κοπριά
gødning
κοπριά
Mist
κοπριά
estiércol
κοπριά
lanta
κοπριά
fumier
κοπριά
gnojivo
κοπριά
concime
κοπριά
堆肥
κοπριά
거름
κοπριά
mest
κοπριά
gjødsel
κοπριά
nawóz
κοπριά
estrume
κοπριά
навоз
κοπριά
gödsel
κοπριά
มูลสัตว์
κοπριά
gübre
κοπριά
phân bón
κοπριά
肥料
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κοντοχωριανός
κόντρα
κόντρα φιλέτο
κοντραμπάσο
κοντραπλακέ
κοντσέρτο
κοπάδι
κοπάζω
κοπάνα
κοπανατζής
κοπανάω
κοπανίζω
κόπανος
Κοπεγχάγη
κοπέλα
κοπή
κόπηκα
Κόπηκε
Κόπηκε η γραμμή
κοπηλ
κοπηλατώ
κόπια
κοπιάζω
κοπιαστικός
κοπίδι
κοπιράιτ
κόπιτσα
κόπλο
κόπος
κόπρανα
κοπριά
κοπρόσκυλος
κοπροφαγία
κοπρόχωμα
κοπτήρας
κοπτικός
κόπωση
κόρα
κοραίνω
κόρακας
κοράκι
κοράλι
κοράλλι
Κοράνι
Κοράνιο
Κόραξ
κορδέλα
κορδέλα για τα μαλλιά
Κορδήλια
κορδίτης
κορδόνι
κορδώνομαι
Κορέα
Κορεάτης
κορεατικά
κορεατικός
κορεννύω
κορεσμένος
κορεσμός
κόρη
κόρη ματιού
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close