κουβαλάω
Μεταφράσεις
κουβαλάω
(kuva'lao)κουβαλώ
(kuva'lo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. μεταφέρω, κρατάω Koυβάλησα όλα τα βιβλία μόνη μου.
2. μεταφορικά παίρνω κπ μαζί μου Πού με κουβαλάς με τέτοιο καιρό;
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.