Κουνάω - ορισμός του κουνάω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%85%ce%bd%ce%ac%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.935.232.742
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κουνάω
Μεταφράσεις
κουνάω
(
ku'nao
)
κουνώ
(
ku'no
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
1.
μετατοπίζω
bouger
κουνάω το πόδι μου
bouger son pied
2.
κινώ ρυθμικά
balancer
κουνάω το μωρό
bercer le bébé
κουνάω
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
κινούμαι προς διάφορες κατευθύνσεις
bouger tanguer
Το πλοίο κουνάει.
Le bateau bouge.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κουκουλώνω
κουκουνάρα
κουκουνάρι
κουκούτσι
κουλάκος
κουλή
κουλό
κουλόμ
κουλόμπ
κουλός
κουλούρα
κουλουράκι
κουλούρι
κουλουριάζομαι
κουλουριάζω
κουλουρίαζω
κουλοχέρης
κουλτούρα
Κουμαμότο
κουμαντάρω
κουμάντο
κουμπάρα
κουμπαράς
κουμπάρος
κουμπι
κουμπί
κουμπότρυπα
κουμπώνομαι
κουμπώνω
κουνάβι
κουνάω
κουνέλι
κούνελο
κουνελοφωλιά
κούνημα
κούνια
κούνια μωρού
κουνιάδα
κουνιάδος
κουνιέμαι
κουνιστή καρέκλα
κουνούπι
κουνουπίδι
κουνουπιέρα
κουνώ
κούπα
κουπαστή
κουπαστή σκάλας
κουπί
κουπιά
κουπόνι
κουπόνι δώρου
κουράγιο
Κουράγιο!
κουράδα
κουράζομαι
κουράζω
κούραση
κουρασμένη
κουρασμένο
κουρασμένος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close