Κουφάλα - ορισμός του κουφάλα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%85%cf%86%ce%ac%ce%bb%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.734.799.579
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κουφάλα
Μεταφράσεις
κουφάλα
(
ku'fala
)
ουσιαστικό
θηλυκό
τρύπα σε κορμό δέντρου
creux
αρσενικό
(d'un arbre) cavité
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κουτάλι σούπας
κουταλιά
κουταμάρα
κούτελο
κουτή
κουτί
κουτί ασφαλειών
κουτί εισερχόμενων μηνυμάτων
κουτί κονσέρβας
κουτί πρώτων βοηθειών
κουτό
κουτός
κουτουλάω
κουτουλιά
κουτουλώ
κουτρουβαλάω
κουτσαίνω
κουτσή
κουτσό
κουτσομπόλα
κουτσομπολεύω
κουτσομπόλης
κουτσομπολιό
κουτσός
κουτσουλιά
κουτσουρεύω
κούτσουρο
κουφά
κουφαίνομαι
κουφαίνω
κουφάλα
κουφαμάρα
κουφάρι
κουφέτο
κουφή
κούφια
κούφιο
κούφιος
κουφό
κουφός
κούφωμα
κόφα
κοφίνι
κοφτά
κοφτερή
κοφτερό
κοφτερός
κοφτή
κοφτό
κοφτός
κοχή
κόχη
κοχλάζω
κοχλίας
κοχύλι
κόψη
κοψιά
κοψίδι
κόψιμο
κοψοχολιάζω
κραγιόν
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close