Κου- - ορισμός του κου- από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%cf%85-
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.371.805.500
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κου-
Μεταφράσεις
κου- κο στούμι
(
ku kο 'stumi
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
σύνολο ρούχων από το ίδιο ύφασμα
costume
αρσενικό
κουστούμι γάμου
un costume de mariage
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κοσμοσυρροή
κοσμώ
Κόσοβο
Κοσσυφοπέδιο
Κόστα Ρίκα
κοστίζω
κοστολογώ
κόστος
κόστος ζωής
κοστούμι
κότα
κότερο
κοτέτσι
κοτλέ
κοτολέτα
Κοτονού
κοτοπουλάκι
κοτόπουλο
κοτπουλάκι
κοτρόνα
κοτρόνι
κοτσάνα
κοτσάνι
κότσι
κότσια
κοτσίδα
κότσος
κότσυφας
κοτσύφι
κοτυληδόνα
κου-
Κου Κλουξ Κλαν
κουάκερ
Κουακέρος
Κουάκερος
κουάνζα
κουάρκ
κουαρτέτο
Κούβα
κουβαλάω
κουβαλώ
κουβανικός
Κουβανός
κουβάρι
κουβαριάζομαι
κουβάς
Κουβέιτ
κουβεϊτιανός
κουβέντα
κουβεντιάζω
κουβεντούλα
κουβέρτα
κουβερτούρα
κουδίζω
κουδούνι
κουδούνι πόρτας
κουδουνίζω
κουδούνισμα
κουδουνίστρα
κουδουνόπαπια
κουζίνα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close