κούφιος
(προωθήθηκε από κούφια)Μεταφράσεις
κούφιος
('kufços) αρσενικόκούφια
('kufça) θηλυκόκούφιο
hollowأَجْوَفdutýhulhohlhuecoonttocreuxšupaljcavo空洞の속이 빈holhulpustyocoполыйihåligเป็นโพรงoyuktrống rỗng空心的 ('kufço) ουδέτεροεπίθετο
1. άδειος, κοίλος κούφιο καρύδι
2. χαλασμένο κούφιο δόντι
3. μεταφορικά (για ήχο) σα να βγαίνει από κτ άδειο κούφιος ήχος
4. μεταφορικά χωρίς περιεχόμενο κούφια λόγια