Κράμα - ορισμός του κράμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%cf%81%ce%ac%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.856.707
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κράμα
Μεταφράσεις
κράμα
Legierung
alloy
aleación
lega
alliage
сплав
legering
سبيكة
сплав
合金
合金
slitina
legering
סגסוגת
合金
합금
legering
(
'krama
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
μείγμα, ανάμειξη
mélange
αρσενικό
κράμα χρυσού και χαλκού
un mélange d'or et de bronze
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κούφιος
κουφό
κουφός
κούφωμα
κόφα
κοφίνι
κοφτά
κοφτερή
κοφτερό
κοφτερός
κοφτή
κοφτό
κοφτός
κοχή
κόχη
κοχλάζω
κοχλίας
κοχύλι
κόψη
κοψιά
κοψίδι
κόψιμο
κοψοχολιάζω
κραγιόν
κραγιόνι
κραδαίνω
κραδασμός
κράζω
κραιπάλη
κράκερ
κράμα
κραματοποιώ
κράμβη
κράμπα
κράνα
κρανιά
κρανίο
κράνιο
κρανιομετρικός
κρανιοτομή
κρανιοτομία
κράνος
κράση
κρασί
κρασί χύμα
κρασοπίνω
κράσπεδο
κραταιός
κρατάω
Κράτη του Περσικού Κόλπου
κράτημα
κρατημένος
Κρατήρ
κρατήρας
κράτησα
κρατήσεις
κράτηση
Κράτηση για τραπέζι
κράτηση εκ των προτέρων
Κρατήστε κλειδωμένη την πόρτα
Κρατήστε τα ρέστα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close