Κρησαρίζω - ορισμός του κρησαρίζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b1%cf%81%ce%af%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.666.547.513
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κρησαρίζω
Μεταφράσεις
κρησαρίζω
filter
,
sieve
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κρεμασμένος
κρεμαστά
κρεμαστή
κρεμαστή γέφυρα
κρεμαστό
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρεματόριο
κρεμάω
κρεμιέμαι
Κρεμλίνο
κρεμμαστάρι
κρεμμυδάκι
κρεμμύδι
κρέμομαι
κρεμώ
κρεμώδης
κρένω
κρεοπωλείο
κρεοπώλης
κρεοπώλισσα
κρεπ
κρέπα
κρεσέντο
κρετινισμός
κρετίνος
κρήνη
κρηπίδα
κρηπίδωμα
κρηπιδώνω
κρησαρίζω
κρησφύγετο
Κρήτη
Κρητικιά
Κρητικός
κριάρι
κρίβω
κριθαράκι
κριθάρι
κρίκετ
κρικετόμυς
κρίκος
κρίμα
Κριμαϊκή Ταταρική γλώσσα
κρίμας
κριματίζω
κρίνομαι
κρίνος
κρίνω
κρίνω εσφαλμένα
Κριός
κρίση
κρίσιμη
κρίσιμη ηλικία
κρίσιμο
κρίσιμος
κρισιμότητα
κριτήριο
κριτής
κριτικά
κριτικάρω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close