κτητικός
(προωθήθηκε από κτητικό)Μεταφράσεις
κτητικός
(ktiti'kos) αρσενικόκτητική
(ktiti'ci) θηλυκόκτητικό
possessive, acquisitivepossessif (ktiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που θέλει να του ανήκουν όλα κτητικές τάσεις
2. γραμματική χαρακτηρισμός που δηλώνει κτήση κτητική αντωνυμία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.