κυκλοφοριακός
(προωθήθηκε από κυκλοφοριακό)Μεταφράσεις
κυκλοφοριακός
(cikloforia'kos) αρσενικόκυκλοφοριακή
(cikloforia'ci) θηλυκόκυκλοφοριακό
circulatorycirculatoire (cikloforia'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με την κυκλοφορία των οχημάτων κυκλοφοριακό πρόβλημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.