κυλιόμενος
(προωθήθηκε από κυλιόμενη)Μεταφράσεις
κυλιόμενος
(cili'omenos) αρσενικόκυλιόμενη
(cili'omeni) θηλυκόκυλιόμενο
movingперемещение移动移動이동 (cili'omeno) ουδέτεροεπίθετο
αυτόματες μηχανικές σκάλες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.