κυριακάτικος
(προωθήθηκε από κυριακάτικη)Μεταφράσεις
κυριακάτικος
(cirja'katikos)κυριακάτικη
(cirja'katici)κυριακάτικο
(cirja'katiko) ουδέτεροεπίθετο
που γίνεται την Κυριακή κυριακάτικη βόλτα
ντύνομαι επίσημα
ντύνομαι επίσημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.