Κυστίτιδα - ορισμός του κυστίτιδα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%cf%85%cf%83%cf%84%ce%af%cf%84%ce%b9%ce%b4%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.090.989
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κυστίτιδα
Μεταφράσεις
κυστίτιδα
اِلْتِهَابُ الـمَثَانَة
κυστίτιδα
zánět močového měchýře
κυστίτιδα
blærebetændelse
κυστίτιδα
Blasenentzündung
κυστίτιδα
cystitis
κυστίτιδα
cistitis
κυστίτιδα
rakkotulehdus
κυστίτιδα
cystite
κυστίτιδα
upala mjehura
κυστίτιδα
cistite
κυστίτιδα
膀胱炎
κυστίτιδα
방광염
κυστίτιδα
blaasontsteking
κυστίτιδα
blærekatarr
κυστίτιδα
zapalenie pęcherza
κυστίτιδα
cistite
κυστίτιδα
цистит
κυστίτιδα
blåskatarr
κυστίτιδα
กระเพาะปัสสาวะอักเสบ
κυστίτιδα
sistit
κυστίτιδα
viêm bàng quang
κυστίτιδα
膀胱炎
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κυριεύομαι
κυριεύω
κυριλέ
κυριλλικό
κυριλλικό αλφάβητο
Κύριλλος
κύριο
κύριο πιάτο
κυριολεκτικά
κυριολεκτική
κυριολεκτικό
κυριολεκτικός
κυριολεκτώ
κυριολεξία
κυρίος
κύριος
κύριοςκυριαρχώ
κυριότερος
κυρίως
κύρος
κυρτή
κυρτό
κυρτός
κύρτωμα
κυρτώνω
κυρώνω
κύρωση
κυστεΐνη
κύστη
κυστικός
κυστίτιδα
κύτος
κυτταρικός
κυτταρίνη
κυτταρίτιδα
κύτταρο
κυψέλη
κυψελιδικός
κύων
Κύων Μέγας
Κύων Μικρός
κώδικας
κώδικας Μορς
Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
κωδίκελλος
κωδικόνιο
κωδικός
κωδικός κλήσης
κωδικός πρόσβασης
κωδωνοστάσιο
κωδωνοστάσιον
κωλικός
κωλομέρι
κωλομπαράς
κώλος
κωλοτούμπα
κωλοτρυπίδα
κώλυμα
κωλυσιεργώ
κωλύω
κώμα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close