Κωδικόνιο - ορισμός του κωδικόνιο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%cf%89%ce%b4%ce%b9%ce%ba%cf%8c%ce%bd%ce%b9%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.366.165.031
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κωδικόνιο
Μεταφράσεις
κωδικόνιο
codon
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κύριος
κύριοςκυριαρχώ
κυριότερος
κυρίως
κύρος
κυρτή
κυρτό
κυρτός
κύρτωμα
κυρτώνω
κυρώνω
κύρωση
κυστεΐνη
κύστη
κυστικός
κυστίτιδα
κύτος
κυτταρικός
κυτταρίνη
κυτταρίτιδα
κύτταρο
κυψέλη
κυψελιδικός
κύων
Κύων Μέγας
Κύων Μικρός
κώδικας
κώδικας Μορς
Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
κωδίκελλος
κωδικόνιο
κωδικός
κωδικός κλήσης
κωδικός πρόσβασης
κωδωνοστάσιο
κωδωνοστάσιον
κωλικός
κωλομέρι
κωλομπαράς
κώλος
κωλοτούμπα
κωλοτρυπίδα
κώλυμα
κωλυσιεργώ
κωλύω
κώμα
κωματώδης
κώμη
κωμική
κωμικό
κωμικός
κωμόπολη
κωμωδία
κωνάριον
κώνειο
κωνικός
κώνος
κωνοφόρο
κωνοφόρος
Κωνσταντίνος
Κωνσταντινούπολη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close