Κωλυσιεργώ - ορισμός του κωλυσιεργώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%cf%89%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%b3%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.987.402
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κωλυσιεργώ
Μεταφράσεις
κωλυσιεργώ
hinder
,
obstruct
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κύστη
κυστικός
κυστίτιδα
κύτος
κυτταρικός
κυτταρίνη
κυτταρίτιδα
κύτταρο
κυψέλη
κυψελιδικός
κύων
Κύων Μέγας
Κύων Μικρός
κώδικας
κώδικας Μορς
Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
κωδίκελλος
κωδικόνιο
κωδικός
κωδικός κλήσης
κωδικός πρόσβασης
κωδωνοστάσιο
κωδωνοστάσιον
κωλικός
κωλομέρι
κωλομπαράς
κώλος
κωλοτούμπα
κωλοτρυπίδα
κώλυμα
κωλυσιεργώ
κωλύω
κώμα
κωματώδης
κώμη
κωμική
κωμικό
κωμικός
κωμόπολη
κωμωδία
κωνάριον
κώνειο
κωνικός
κώνος
κωνοφόρο
κωνοφόρος
Κωνσταντίνος
Κωνσταντινούπολη
κωνωπεῖον
κωπηλασία
κωπηλασία με κανό
κωπηλάτης
κωπηλάτρια
κωπηλατώ
κωφάλαλη
κωφάλαλο
κωφάλαλος
κωφός
κώφωση
λ
λα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close