Κώλος - ορισμός του κώλος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%cf%8e%ce%bb%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.551.660
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κώλος
Μεταφράσεις
κώλος
بوش
κώλος
cul
κώλος
Arsch
κώλος
arse
,
ass
,
backside
κώλος
culo
κώλος
perse
κώλος
cul
κώλος
culo
κώλος
bips
,
kont
,
zitvlak
κώλος
cu
κώλος
häck, röv
κώλος
göt
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κυρτώνω
κυρώνω
κύρωση
κυστεΐνη
κύστη
κυστικός
κυστίτιδα
κύτος
κυτταρικός
κυτταρίνη
κυτταρίτιδα
κύτταρο
κυψέλη
κυψελιδικός
κύων
Κύων Μέγας
Κύων Μικρός
κώδικας
κώδικας Μορς
Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
κωδίκελλος
κωδικόνιο
κωδικός
κωδικός κλήσης
κωδικός πρόσβασης
κωδωνοστάσιο
κωδωνοστάσιον
κωλικός
κωλομέρι
κωλομπαράς
κώλος
κωλοτούμπα
κωλοτρυπίδα
κώλυμα
κωλυσιεργώ
κωλύω
κώμα
κωματώδης
κώμη
κωμική
κωμικό
κωμικός
κωμόπολη
κωμωδία
κωνάριον
κώνειο
κωνικός
κώνος
κωνοφόρο
κωνοφόρος
Κωνσταντίνος
Κωνσταντινούπολη
κωνωπεῖον
κωπηλασία
κωπηλασία με κανό
κωπηλάτης
κωπηλάτρια
κωπηλατώ
κωφάλαλη
κωφάλαλο
κωφάλαλος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close