λάμπω
Μεταφράσεις
λάμπω
shine, glistenيَلْمَعُzářitskinneleuchtenrelucirkiiltääbrillersvijetlitisplendere光る빛나다schijnenskinnezaświecićbrilharсветитьskinaทำให้ส่องแสงparlamakchiếu sáng闪亮 ('lambo)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. ακτινοβολώ λάμπω στον ήλιο
2. μεταφορικά είμαι φωτεινός λάμπω από χαρά
3. μεταφορικά είμαι πολύ καθαρός Το σπίτι λάμπει (από καθαριότητα) .