Λάμψη - ορισμός του λάμψη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%ac%ce%bc%cf%88%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.655.679.531
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λάμψη
Μεταφράσεις
λάμψη
éclat
glare
,
glow
,
twinkle
(
'lampsi
)
ουσιαστικό
θηλυκό
ακτινοβολία
lueur
θηλυκό
η λάμψη των αστεριών
la lueur des étoiles
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λαλώ
λάμα
λαμαρίνα
λαμβάνω
λαμβάνω δεδομένα
λαμβάνω μέτρα πειθαρχίας
λαμβάνω υπόψη
λάμβδα
λάμδα
λαμδακισμός
λαμέ
λάμνα
λάμπα
λάμπα δρόμου
λάμπα κομοδίνου
λαμπάδα
λαμπαδηφόρος
λαμπερή
λαμπερό
λαμπερός
λαμπιόνι
λαμποκοπώ
λαμπρή
λαμπρό
λαμπροβούτι
λαμπρός
λαμπρότητα
λαμπτήρας
λαμπυρίζω
λάμπω
λάμψη
λανδάνιο
λανθανιο
λανθάνιο
λανθάνων
λανθασμένα
λανθασμένη
λανθασμένο
λανθασμένος
Λάνκαστερ
λανολίνη
λανσάρω
λάντζα
λαντίνο
λαξεμένος
λαξευτήρι
λαξευτής
λαξεύω
λάο
λαογραφία
λαός
Λάος
λαούτο
λάπαθο
λάπατο
λαπίνα
Λαπωνία
λαπωνικά
λαρδί
λάριξ
Λάρισα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close