Λάσο - ορισμός του λάσο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%ac%cf%83%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.667.061.779
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λάσο
Μεταφράσεις
λάσο
lariat
Lasso
lazo
lasso
Лассо
lasso
lasso
Ласо
套索
套索
Laso
Lasso
올가미
Lasso
(
'laso
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
σκοινί με θηλιά για σύλληψη ζώων
lasso
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Λάνκαστερ
λανολίνη
λανσάρω
λάντζα
λαντίνο
λαξεμένος
λαξευτήρι
λαξευτής
λαξεύω
λάο
λαογραφία
λαός
Λάος
λαούτο
λάπαθο
λάπατο
λαπίνα
Λαπωνία
λαπωνικά
λαρδί
λάριξ
Λάρισα
Λάρισσα
λάρνακα
λάρυγγας
λαρύγγι
λαρυγγικός
λαρυγγίτιδα
λασκάρω
λάσκος
λάσο
λάσπη
λασποσκαλίδρα
λασπόχιονο
λασπώδης
λασπωμένη
λασπωμένο
λασπωμένος
λασπώνω
λασπωτήρας
λαστιχάκι
λαστιχένια γάντια
λαστιχένιος
λάστιχο
λατάνια
λατίνι
λατινικά
λατινική
Λατινική Αμερική
λατινικό
λατινικό αλφάβητο
λατινικός
λατινοαμερικανικός
Λατίνος
λατιφούντιο
λατομείο
λατρεία
λατρεύω
Λατρεύω ...
λάτρης
λάτρις
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close