Λάσπη - ορισμός του λάσπη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%ac%cf%83%cf%80%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.393.643.513
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λάσπη
Μεταφράσεις
λάσπη
mud
,
cement
,
ooze
boue
Lehm
,
Schlamm
barro
,
cieno
,
fango
,
limo
,
lodo
طِيـنٌ
bláto
mudder
muta
blato
fango
泥
진흙
modder
søle
błoto
lama
грязь
lera
โคลน
çamur
bùn
泥泞
,
泥
בוץ
кал
泥
(
'laspi
)
ουσιαστικό
θηλυκό
χώμα και νερό
boue
θηλυκό
vase
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λανολίνη
λανσάρω
λάντζα
λαντίνο
λαξεμένος
λαξευτήρι
λαξευτής
λαξεύω
λάο
λαογραφία
λαός
Λάος
λαούτο
λάπαθο
λάπατο
λαπίνα
Λαπωνία
λαπωνικά
λαρδί
λάριξ
Λάρισα
Λάρισσα
Λάρνακα
λάρυγγας
λαρύγγι
λαρυγγικός
λαρυγγίτιδα
λασκάρω
λάσκος
λάσο
λάσπη
λασποσκαλίδρα
λασπόχιονο
λασπώδης
λασπωμένη
λασπωμένο
λασπωμένος
λασπώνω
λασπωτήρας
λαστιχάκι
λαστιχένια γάντια
λαστιχένιος
λάστιχο
λατάνια
λατίνι
Λατινικά
λατινική
Λατινική Αμερική
λατινικό
λατινικό αλφάβητο
λατινικός
λατινοαμερικανικός
Λατίνος
λατιφούντιο
λατομείο
λατρεία
λατρεύω
Λατρεύω ...
λάτρης
λάτρις
λαύρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close