Λίμα - ορισμός του λίμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%af%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.655.125.560
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λίμα
Μεταφράσεις
λίμα
file
lime
مِبْرَد
pilník
fil
Feile
lima
viila
turpija
lima
やすり
줄
vijl
fil
pilnik
lima
напильник
fil
ตะไบ
eğe
giũa
锉刀
,
利马
Лима
利馬
לימה
(
'lima
)
ουσιαστικό
θηλυκό
εργαλείο που λειαίνει
lime
θηλυκό
λίμα νυχιών
une lime à ongles
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λιγότερη
λιγότερο
λιγότερος
λιγούρα
λιγουρεύω
λιγούρης
λιγώνομαι
λιγώνω
λίθιο
λιθοβολώ
λιθογραφία
λιθογραφικός
λιθογράφος
λιθοδομή
λίθος
λιθοστρώνω
λιθόστρωτος
λιθόσφαιρα
Λιθουανία
λιθουανικά
λιθουανικός
Λιθουανός
λιθρίνι
λιθώνας
λικέρ
λικνίζομαι
λικνίζω
λίκνιση
λίκνο
λιλά
λίμα
λίμα νυχιών
λιμανι
λιμάνι
λιμάρης
λιμάρω
λιμασμένος
λιμβουργιανή γλώσσα
λιμεναρχείο
λιμένας
λιμνάζω
λιμνάζων
λίμνη
Λίμνη της Γενεύης
λιμνοθάλασσα
λιμνούλα
Λιμνούπολη
λιμόζη
λιμοκτονία
λιμοκτονώ
λιμός
λιμουζίνα
λίμπιντο
Λιμπούσε
λίμπρα
λιμπρέτο
λινάρι
λινγκάλα
λινέλαιο
λινή
λινό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close