λαίμαργος
Μεταφράσεις
λαίμαργος
('lemarɣos) αρσενικόλαίμαργη
('lemarʝi) θηλυκόλαίμαργο
gluttonous, greedy ('lemarɣo) ουδέτεροεπίθετο
που δεν μπορεί να αντισταθεί στο φαγητό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.