λαμπρός
(προωθήθηκε από λαμπρή)Μεταφράσεις
λαμπρός
(la'mbros) αρσενικόλαμπρή
(la'mbri) θηλυκόλαμπρό
grandbrillanteBrilliantbrillantbriljantbrilhanteБлестящ辉煌輝煌brilantníמבריק輝かしい (la'mbro) ουδέτεροεπίθετο
1. που βγάζει λάμψη λαμπρό φως λαμπερός
2. εξαιρετικός λαμπρός επιστήμονας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.