λατινικός
(προωθήθηκε από λατινική)Μεταφράσεις
λατινικός
(latini'kos) αρσενικόλατινική
(latini'ci) θηλυκόλατινικό
latinlateinischroman (latini'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με τους αρχαίους Ρωμαίους η λατινική γλώσσα
2. οι χώρες της Νότιας Αμερικής
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.