λαχταριστός
(προωθήθηκε από λαχταριστό)Μεταφράσεις
λαχταριστός
(laxtari'stos)λαχταριστή
(laxtari'sti) θηλυκόλαχταριστό
(laxtari'sto) ουδέτεροεπίθετο
που προκαλεί επιθυμία λαχταριστό μήλο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.