λαϊκός
(προωθήθηκε από λαϊκό)Μεταφράσεις
λαϊκός
(lai'kos) αρσενικόλαϊκή
(lai'ci) θηλυκόλαϊκό
popular, folklaïque, populaireнародный (lai'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που προέρχεται από τον λαό η λαϊκή παράδοση
η αστική μουσική μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
η αστική μουσική μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
2. σχετικός με φτωχότερα στρώματα λαϊκή συνοικία πάω στη λαϊκή αγορά
3. που δεν καθορίζεται από τη θρησκεία λαϊκό κράτος