Λαός - ορισμός του λαός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%b1%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.233.555
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λαός
Μεταφράσεις
λαός
people
kansa
peuple
persone
люди
mensen
pessoas
الناس
ludzie
хора
lidé
אנשים
människor
คน
(
la'os
)
ουσιαστικό
αρσενικό
1.
το σύνολο των πολιτών
peuple
αρσενικό
ο ελληνικός λαός
le peuple grec
2.
οι απλοί άνθρωποι
peuple
άνθρωπος του λαού
un homme du peuple
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λαμπιόνι
λαμποκοπώ
λαμπρή
λαμπρό
λαμπροβούτι
λαμπρός
λαμπρότητα
λαμπτήρας
λαμπυρίζω
λάμπω
λάμψη
λανδάνιο
λανθανιο
λανθάνιο
λανθάνων
λανθασμένα
λανθασμένη
λανθασμένο
λανθασμένος
Λάνκαστερ
λανολίνη
λανσάρω
λάντζα
λαντίνο
λαξεμένος
λαξευτήρι
λαξευτής
λαξεύω
λάο
λαογραφία
λαός
Λάος
λαούτο
λάπαθο
λάπατο
λαπίνα
Λαπωνία
λαπωνικά
λαρδί
λάριξ
Λάρισα
Λάρισσα
λάρνακα
λάρυγγας
λαρύγγι
λαρυγγικός
λαρυγγίτιδα
λασκάρω
λάσκος
λάσο
λάσπη
λασποσκαλίδρα
λασπόχιονο
λασπώδης
λασπωμένη
λασπωμένο
λασπωμένος
λασπώνω
λασπωτήρας
λαστιχάκι
λαστιχένια γάντια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close