Λεπίδα ξυραφιού - ορισμός του λεπίδα ξυραφιού από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%b5%cf%80%ce%af%ce%b4%ce%b1+%ce%be%cf%85%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%b9%ce%bf%cf%8d
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.650.405
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λεπίδα ξυραφιού
Μεταφράσεις
λεπίδα ξυραφιού
شَفْرَةُ الـحَلَاقَة
λεπίδα ξυραφιού
žiletka
λεπίδα ξυραφιού
barberblad
λεπίδα ξυραφιού
Rasierklinge
λεπίδα ξυραφιού
razor blade
λεπίδα ξυραφιού
cuchilla de afeitar
λεπίδα ξυραφιού
partaterä
λεπίδα ξυραφιού
lame de rasoir
λεπίδα ξυραφιού
žilet
λεπίδα ξυραφιού
lama del rasoio
λεπίδα ξυραφιού
安全かみそりの刃
λεπίδα ξυραφιού
면도날
λεπίδα ξυραφιού
scheermesje
λεπίδα ξυραφιού
barberblad
λεπίδα ξυραφιού
żyletka
λεπίδα ξυραφιού
lâmina de barbear
λεπίδα ξυραφιού
лезвие бритвы
λεπίδα ξυραφιού
rakblad
λεπίδα ξυραφιού
ใบมีดโกน
λεπίδα ξυραφιού
tıraş bıçağı
λεπίδα ξυραφιού
lưỡi dao cạo
λεπίδα ξυραφιού
剃须刀片
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λέκτορας
λέκτωρ
λελέκι
λέμβος
λεμβοστάσιο
Λεμεσός
λεμονάδα
λεμόνι
λεμονιά
λεμφικός
λεμφοκυτταρικός
λεμφοκύτταρο
λέμφος
λένε
λέξη
λεξικό
λεξικογράφηση
λεξικογραφικός
λεξικογράφος
λεξικολογία
λεξιλόγιο
λεξιπενία
λεονταρισμοί
λεονταρισμός
Λεοντίσκος
λεοπάρδαλη
λεόπαρδος
Λέουβεν
λέπι
λεπίδα
λεπίδα ξυραφιού
λεπίδωση
λέπρα
λεπταίνω
λεπτεπίλεπτη
λεπτεπίλεπτο
λεπτεπίλεπτος
λεπτή
λεπτό
λεπτό έντερο
λεπτοδείκτης
λεπτοκαμωμένη
λεπτοκαμωμένο
λεπτοκαμωμένος
λεπτολόγος
λεπτομέρεια
λεπτομερειακός
λεπτομερές
λεπτομερής
λεπτομερώς
λεπτόνιο
λεπτοραμφόκεπφος
λεπτός
λεπτοσπείρωση
λεπτότητα
Λέρος
λερωμένος
λερώνομαι
λερώνω
λες και
λεσβία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close